- αερομυθώ
- ἀερομυθῶ (-έω) (Α) [ἀερόμυθος]λέγω «λόγια τού αέρα», αερολογώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αερόμυθος — ἀερόμυθος, ον (Α) αυτός που λέει λόγια τού αέρα, που φλυαρεί μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + μῦθος «λόγος, λέξη». ΠΑΡ. αρχ. ἀερομυθῶ] … Dictionary of Greek